κλιματοθεραπεία

κλιματοθεραπεία
Η αξιοποίηση των καιρικών συνθηκών για θεραπευτικούς και προληπτικούς σκοπούς. Την κ. και την κλιματοπροφύλαξη, δηλαδή τη βελτίωση της υγείας που επιδιώκεται με την έκθεση του οργανισμού στις κατάλληλες καιρικές συνθήκες, διερευνά η ιατρική κλιματολογία. Στοιχεία που ενδιαφέρουν την κ. είναι η θέση μιας περιοχής πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η βαρομετρική πίεση, η θερμοκρασία του αέρα, το ύψος της βροχής, η υγρασία, η έντασηκαι η κατεύθυνση του ανέμου, η νέφωση και η ένταση της ηλιακής ακτινοβολίας κλπ. Στην εφαρμογή της κ. αποφασιστικό ρόλο παίζουν οι ιδιομορφίες του τοπίου, το αποτέλεσμα της ακτινοβολίας του εδάφους και άλλοι παρόμοιοι παράγοντες. Για παράδειγμα, το στεπώδες κλίμα, σε συνδυασμό με το ταταρικό ποτό κουμίς (ξινόγαλο από γάλα αλόγου), ευνοεί τη θεραπεία της φυματίωσης. Το θαλάσσιο κλίμα είναι κατάλληλο για τη θεραπεία των νόσων του αναπνευστικού και του νευρικού συστήματος, των μεταβολικών διαταραχών κλπ. Το ορεινό, τέλος, κλίμα αποτελεί σημαντικό παράγοντα βελτίωσης του αναπνευστικού και αγγειακού συστήματος κλπ. Οι κυριότερες μέθοδοι κ. είναι η αεροθεραπεία (ατμόλουτρα, παραμονή στον ελεύθερο αέρα), η ηλιοθεραπεία και η θαλασσοθεραπεία (συνδυασμός αεροθεραπείας, ηλιοθεραπείας και θαλάσσιων λουτρών). Η κ. ασκείται κυρίως στα θεραπευτικά θέρετρα, στα αναπαυτήρια, στα σανατόρια, στα τουριστικά κέντρα και στις κατασκηνώσεις. Για την εφαρμογή της χρησιμοποιούνται ειδικοί χώροι, δρόμοι για περίπατο, εξώστες, κατάλληλα διαμορφωμένοι (π.χ. τζαμωτοί και θερμαινόμενοι), ώστε να επιτρέπουν την παραμονή ατόμων, ακόμα και με κακοκαιρία κλπ.
* * *
η
ιατρ. η χρησιμοποίηση τών ιδιοτήτων διαφόρων κλιμάτων με σκοπό τη διατήρηση ή την αποκατάσταση τής υγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. climatotherapie < climat(o)- (< κλίμα) + -therapie (< θεραπεία < θεραπεύω). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην Εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλιματοθεραπεία — η (ιατρ.), η κατάλληλη χρησιμοποίηση των κλιματολογικών συνθηκών για θεραπεία ασθενών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλιματοθεραπευτικός — ή, ό ο σχετικός με την κλιματοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. climatotherapeutique] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”